συγύρι

συγύρι
τό
1) см. σύγυρο; 2) πλ. домашняя утварь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συγύρι" в других словарях:

  • συγύρι — και συγύριο και σύγυρο και σύγιουρο, το, Ν 1. συγύρισμα, τακτοποίηση 2. κάθε εξωτερικός χώρος οικίας, όπως είναι λ.χ. η αυλή ή ο κήπος 3. (κυρίως στον πληθ.) τα συγύρια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο τού ρ. συγυρίζω (πρβλ. εγκώμιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»